χημισμός

χημισμός
ο, Ν
1. χημ. ο μηχανισμός μιας χημικής αντίδρασης από τα αρχικά προς τα τελικά προϊόντα της
2. το σύνολο τών χημικών φαινομένων, ιδίως τών οργανικών, που παρατηρούνται στη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chemism < χημ-εία + κατάλ. -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Ν. Κοτζιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”